- γραμματιζούμενος
- -η, -ο1. εγγράμματος, μορφωμένος2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε -ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε -ούμαι (πρβλ. μελλούμενο, γελαζούμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.